στρεφοδικοπανουργία

στρεφοδικοπανουργία
ἡ, Α
βλ. στρεψοδικοπανουργία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στρεψοδικοπανουργία — και στρεφοδικοπανουργία, ἡ, Α (στον Αριστοφ.) στρεψοδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αορ. ἔστρεψα τού στρέφω + δίκη + πανουργία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”